παραμορφώνω

παραμορφώνω
παραμορφώνω, παραμόρφωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραμορφώνω — παραμορφῶ, όω, ΝΜΑ 1. μεταβάλλω τη μορφή πράγματος ώστε να φαίνεται διαφορετικό, μετασχηματίζω 2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω («με τις δηλώσεις του παραμόρφωσε την αλήθεια») νεοελλ. 1. αλλάζω κάτι προς το χειρότερο, κάνω κάτι ώστε να φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • παραμορφώνω — παραμόρφωσα, παραμορφώθηκα, παραμορφωμένος 1. αλλοιώνω, αλλάζω στο χειρότερο τη μορφή, κάνω κάτι αγνώριστο: Τα τραύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο. 2. παραποιώ, παρουσιάζω αλλιώς κάτι: Παραμόρφωσε σκόπιμα την αλήθεια. 3. (ειρων.), μορφώνομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμορφίζω — παραμορφώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμορφῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • παραμόρφωμα — το το αποτέλεσμα τού παραμορφώνω, η παραμόρφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμορφώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] …   Dictionary of Greek

  • παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… …   Dictionary of Greek

  • αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αλλοιώνω — (ΑΜ ἀλλοιῶ, όω) [ἀλλοῖος] 1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω 2. παραλλάζω, παραμορφώνω 3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα 4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός νεοελλ. 1. νοθεύω, παραχαράσσω 2.… …   Dictionary of Greek

  • αποκοσμώ — (AM ἀποκοσμῶ, έω) αφαιρώ τον στολισμό, τα στολίδια 1. αφαιρώ, απομακρύνω 2. παραμορφώνω κάτι 3. απομακρύνω από τον κόσμο, φονεύω …   Dictionary of Greek

  • διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”